ἠμελημένως

ἠμελημένως
ἠμελημένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass. of ἀμελέω,
A in a state of neglect,

διάγειν Isoc.Ep.8.10

;

ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4

;

ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3

; with studied neglect,

ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12

; carelessly, Max.Tyr.28.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημελημένως — ἠμελημένως (Α) επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος τού αμελούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἠμελημένως — ἀμελέω have no care for perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠμελημένως in a state of neglect indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”